ἀπέδειξα

ἀπέδειξα
ἀπέδειξα s. ἀποδείκνυμι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπέδειξα — ἀποδείκνυμι point away from aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδείχνω — αποδείχνω, απέδειξα και απόδειξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδεικνύω — αποδεικνύω, απέδειξα και απόδειξα βλ. πίν. 87 και πρβλ. αποδείχνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”